Ιστορία

 

Ο Μυστράς βρίσκεται στη Λακωνία, πέντε χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Σπάρτης, σε ένα βραχώδη λόφο στους πρόποδες του Ταΰγετου. Η έρημη στις μέρες μας καστροπολιτεία ήταν μια λαμπρή και ισχυρή βυζαντινή πολιτεία. Αποτέλεσε το κύκνειο άσμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας αλλά και το τελευταίο προπύργιο του Ελληνισμού πριν την κατάκτηση από τους Οθωμανούς, καθώς και κοιτίδα της Βυζαντινής τέχνης και της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας.

Η ίδρυση του Μυστρά ακολούθησε την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204. Μετά το χώρισμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Πελοπόννησος παραχωρήθηκε στη φράγκικη οικογένεια των Βιλλεαρδουίνων ιδρύοντας το Πριγκιπάτο της Αχαΐας και λίγα χρόνια αργότερα, το 1249, ο Φράγκος πρίγκιπας Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος έχτισε το κάστρο του Μυζήθρα ή Μυστρά - όπως είναι σήμερα γνωστό - στην κορυφή του ομώνυμου λόφου. Η ονομασία προέρχεται ετυμολογικά από το τυρί, λόγω του σχήματος του βουνού ή από το επάγγελμα του ιδιοκτήτη του λόφου.

Το κάστρο αυτό αποτέλεσε τον πυρήνα της μετέπειτα κοινοπολιτείας του Μυστρά. Η ασφάλεια, που παρείχε ο λόφος, λόγω της φυσικής οχυρωματικής του, προκάλεσε τη μετακίνηση των πολιτών της Λακεδαιμονίας γύρω από το κάστρο. Με τον καιρό, ο Μυστράς εξελίχθηκε σε σημαντικότατο αστικό κέντρο και η πόλη διαμορφώθηκε σε τρία επίπεδα. Στο κάστρο της κορυφής, στην Πάνω Χώρα στην οποία ήταν τα αρχοντικά και στην Κάτω Χώρα που κατοικούσε η μεσαία τάξη.

Το 1308 αναδιαμορφώθηκε το διοικητικό σύστημα και ο ρόλος του Μυστρά αναβαθμίστηκε και κατά τα μέσα του 14ου αιώνα ο Μυστράς αναδείχθηκε σε έδρα του Δεσποτάτου του Μορέως. Για τα επόμενα 150 χρόνια αποτέλεσε κέντρο της πολιτικής και πολιτιστικής ζωής. Σοφοί, καλλιτέχνες και λόγιοι συγκεντρώνονταν στην αυλή του Δεσποτάτου, με σπουδαιότερο το Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα.

Το 1449, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, στέφθηκε αυτοκράτορας του Βυζαντίου μέσα στην Μητρόπολη του Μυστρά, ο οποίος έμελλε να αποτελέσει και τον τελευταίο Βυζαντινό Αυτοκράτορα και να σκοτωθεί στην πολιορκία και άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453.

Το 1460 ο Μυστράς παραδόθηκε στους Τούρκους από τον αδελφό του Κωνσταντίνου, το Δημήτριο Παλαιολόγο, δίνοντας με τον τρόπο αυτό ένα τέλος στην αίγλη αλλά και στην ακμάζουσα πορεία της Πόλης.

Ωστόσο, ο Μυστράς και υπό την Τουρκική κατοχή, λειτούργησε ως έδρα του Τούρκου διοικητή και ως κέντρο παραγωγής μεταξιού. Την περίοδο 1687-1715 πέρασε στα χέρια των Βενετών. Η επόμενη απελευθέρωσή του πραγματοποιήθηκε για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα κατά την επανάσταση του Ορλώφ το 1770, με αποτέλεσμα να λεηλατηθεί αμέσως μετά από Τουρκαλβανούς στρατιώτες.

Στην επανάσταση του 1821 η συμμετοχή του Μυστρά είναι σημαντική. Το 1825 λεηλατήθηκε από τους Αιγυπτίους του Ιμπραήμ και από τότε βαθμιαία εγκαταλείφθηκε και ιδρύθηκε ο νέος Μυστράς, το σημερινό ομώνυμο χωριό στους πρόποδες του λόφου.

Με την ίδρυση του ελεύθερου κράτους οι Αρχές της επαρχίας Λακωνίας εγκαταστάθηκαν στον ερειπωμένο Μυστρά, όμως αργότερα, το 1834 ο νέος μονάρχης της Ελλάδας, βασιλιάς Όθωνας ίδρυσε την πόλη της Σπάρτης και τότε οι κάτοικοι του Μυστρά μετακινήθηκαν προς τη νέα πόλη. Οι τελευταίοι κάτοικοί του θα εγκαταλείψουν την καστροπολιτεία το 1953 μετά την απαλλοτρίωση του χώρου από το ελληνικό κράτος. Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1921, ο χώρος ανακηρύχθηκε με βασιλικό διάταγμα ως προέχον βυζαντινό μνημείο.

Το 1989, ο Μυστράς εντάχθηκε στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Unesco.

Ο αρχαιολογικός χώρος του Μυστρά, αποτελείται από το μεσαιωνικό κάστρο και τον οχυρωμένο οικισμό, που κλείνει μέσα από τα τείχη του μονές, εκκλησίες, παρεκκλήσια, οικίες και παλάτια. Αποτελεί έναν από τους λίγους καλά διατηρημένους βυζαντινούς οικισμούς που σώζονται έως σήμερα. Οι αναστηλωτικές εργασίες, που πραγματοποιούνται τις τελευταίες δεκαετίες από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, προσδίδουν σταδιακά στο χώρο την αίγλη του παρελθόντος.

Τα πιο γνωστά σωζόμενα μνημεία της «νεκρής πολιτείας» όπως χαρακτηρίζεται είναι η επιβλητική Αγία Σοφία, το Παλάτι των Δεσποτών, η Μονή της Παντάνασσας, η Μητρόπολη Άγιος Δημήτριος), οι Άγιοι Θεόδωροι, η Παναγία η Οδηγήτρια, ενώ στη νότια πλευρά της Κάτω Χώρας υπάρχουν τα ερείπια από τα αρχοντικά των Λάσκαρη και Φραγκόπουλου.